Ο Φρανσίς Πουλένκ ήταν ίσως ο δημοφιλέστερος από τους συγχρόνους και νεότερούς του συνθέτες. Με τα έργα του εξελίχθηκε και έφθασε στο κορύφωμα της μία κατ’ εξοχήν γαλλική μορφή, η «μελωδία».
Γεννημένος στις 7 Ιανουαρίου 1899, σε μεγαλοαστική οικογένεια του Παρισιού, πήρε τα πρώτα μαθήματα πιάνου από το μητέρα του Jenny Royer, που ήταν ερασιτέχνης πιανίστρια. Το ταλέντο του στη σύνθεση δεν άργησε να φανεί, όμως ο πατέρας του εναντιώθηκε στην επαγγελματική σπουδή της μουσικής. Σε ηλικία 15 ετών, γνωρίζεται με τον Ricardo Viñes, Καταλανό καθηγητή, ο οποίος τον μυεί στη μουσική της εποχής των Κλωντ Ντεμπυσσύ, Ιγκορ Στραβίνσκι και Ερίκ Σατί.
Το 1915 πεθαίνει η μητέρα του και δύο χρόνια αργότερα ο πατέρας του. Αναγκάζεται να μετακομίσει στο σπίτι της αδερφής του, ενώ χάρη στον παιδικό του φίλο Raymonde Linossier ανακαλύπτει τους λογοτεχνικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους του Παρισιού. Γνωρίζεται με τον Λουί Αραγκόν, τον Αντρέ Μπρετόν, τον Πωλ Ελυάρ και τον Γκιγιώμ Απολλιναίρ, από τους οποίους επηρεάζεται βαθιά και το 1917 γράφει το πρώτο του έργο, τη «Μαύρη Ραψωδία», για βαρύτονο και οργανικό σύνολο.
Με τη λήξη του πολέμου γνωρίζεται με τον Μανουέλ ντε Φάλια και με τη βοήθεια του Στραβίνσκι εκδίδει τα πρώτα του έργα. Γράφει κύκλους τραγουδιών σε ποίηση του Απολλιναίρ και του Κοκτώ, οι οποίοι παρουσιάζονται με επιτυχία σε αίθουσες του Παρισιού. Το 1920 σχηματίζεται η Ομάδα των Έξι, στην οποία γίνεται μέλος. Την ομάδα απαρτίζουν και οι Ωρίκ, Χόνεγκερ, Μιγιώ και ο Ταϊγεφέρ και θεωρείται ότι πρεσβεύουν ένα είδος αντίδρασης απέναντι στη μουσική του Ρίχαρντ Βάγκνερ και τον Ιμπρεσιονισμό. Τον επόμενο χρόνο γνωρίζεται με τον Σερζ Ντιαγκίλεβ, διευθυντή των περίφημων Ρώσικων Μπαλέτων. Το πιο σημαντικό γεγονός ωστόσο είναι η έναρξη σπουδών πιάνου με τον Σαρλ Κέχλιν. Τα μαθήματα θα κρατήσουν τέσσερα χρόνια και ο Πουλένκ θα μάθει αντίστιξη και αρμονία, κάτι που θα του χρησιμεύσει αργότερα, όταν ασχοληθεί με τη σύνθεση χορωδιακών έργων. Από την ίδια περίοδο προέρχονται το μπαλέτο «Les Biches», η «Σονάτα για κλαρινέτο και φαγκότο» και η «Σονάτα για κόρνο, τρομπέτα και τρομπόνι».
Συναντά επίσης τους Δωδεκαφθογγιστές Άλμπαν Μπεργκ, Άντον Βέμπερν και Άρνολντ Σένμπεργκ, ενώ η διάσημη τσεμπαλίστα Βάντα Λάντοβσκα του παραγγέλνει ένα κοντσέρτο για τσέμπαλο.
Ήδη μέχρι το 1927 έχει χάσει αρκετούς ανθρώπους από το κοντινό του περιβάλλον. Ο χαμός τους αποδεικνύεται μεγάλο πλήγμα για τον ίδιο και συχνά πέφτει σε κατάθλιψη. Αποφασίζει να μετακομίσει σ’ ένα εξοχικό σπίτι, κοντά στο Νουαζαί, όπου μπορεί να αφοσιωθεί απερίσπαστος στη σύνθεση. Λίγα χρόνια αργότερα χάνει την επιστήθια φίλη του Raymonde Linossier, άλλο ένα πλήγμα που τον βυθίζει στο ψυχικό σκοτάδι. Η σχέση του μαζί της είναι ακαθόριστη, καθώς ο Πουλένκ διατηρεί σχέσεις και με τα δύο φύλα. Ο μεγάλος του έρωτας είναι ο ζωγράφος Richard Chanlaire, στον οποίο και αφιερώνει το «Αγροτικό Κοντσέρτο» (Concert champêtre). Ο Πουλένκ σε όλη τη διάρκεια της ζωής του βιώνει μια εσωτερική πάλη, προσπαθώντας να συμβιβάσει την έλξη του για το ίδιο φύλο και τις επιταγές της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, της οποίας είναι πιστός από μικρή ηλικία. Η αντιδιαστολή ανάμεσα στα δύο είναι κάτι που διαφαίνεται στην εξέλιξη του έργου του, καθώς σταδιακά η μουσική του προσλαμβάνει ένα πιο αυστηρό και θλιμμένο ύφος.
Το 1936 σκοτώνεται σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα ο φίλος και συνάδελφος Pierre-Octave Ferroud, γεγονός που τον συντρίβει. Το σοκ είναι τόσο μεγάλο που αλλάζει όλο του το είναι και λειτουργεί ως ένα είδος θρησκευτικής αποκάλυψης. Αφιερώνεται αποκλειστικά σχεδόν στη σύνθεση θρησκευτικής μουσικής. Μέχρι το 1947, οπότε και επιστρέφει στο Παρίσι, γράφει συστηματικά χορωδιακά κομμάτια, αλλά και άλλα έργα, που παρουσιάζονται στο Παρίσι και το Λονδίνο. Ορισμένα μάλιστα διευθύνονται από τη μουσικοπαιδαγωγό Νάντια Μπουλανζέ, ενώ το Κοντσέρτο για δύο πιάνα εκτελείται από τον ίδιο και τον πιανίστα Pierre Bernac. Αρχίζει επίσης περιοδείες στην Αμερική, όπου παίζει και διευθύνει έργα του. Η περιοδεία συνεχίζεται το 1954 στην Αίγυπτο και την υπόλοιπη Ευρώπη, ενώ τον επόμενο χρόνο δέχεται άλλο ένα πλήγμα. Πεθαίνουν οι Αντριέν Μονιέ, Λυσιέν Ρουμπέρ και ο συνθέτης Αρθούρ Χόνεγκερ και μέσα σ’ ένα κλίμα βαθειάς θλίψης ολοκληρώνει την όπερα Διάλογοι των Καρμελιτών.
Στις 30 Ιανουαρίου 1963 πεθαίνει από καρδιακή ανακοπή στο σπίτι του στο Παρίσι. Σύμφωνα με τη θέλησή του, η κηδεία ήταν απλή, με μουσική υπόκρουση του Μπαχ. Είναι ενταφιασμένος στον οικογενειακό του τάφο της οικογένειας Poulenc, στο Κοιμητήριο Περ Λασαίζ.
Σύντομη Βιογραφία του Φρανσίς Πουλένκ, για το μάθημα Ιστορία της Μουσικής
Πηγές: https://www.poulenc.fr/en/?Biography